Στην άκρως αποκαλυπτική συνέντευξή της στην iefimerida, η Έλενα Ακρίτα αναφέρει:
«Θεωρούσα ότι ο Τσίπρας ήταν κάτι ευρύτερο, είχα μια ελπίδα….»
– Θεωρείτε ότι το Πολυτεχνείο, απ’ όπου ξεκινά το μυθιστόρημά σας, είναι η ρίζα της σύγχρονης πολιτικής παθογένειας;
«Τότε εγώ τελείωνα το σχολείο. Από όλη αυτή την πικρή υπόθεση του Πολυτεχνείου, ήθελα να αναδείξω ότι κάποιοι άνθρωποι με σημαία τους το Πολυτεχνείο καπηλεύτηκαν αυτή τη σημαντική και ματωμένη νύχτα. Χτίσανε ζωές και καριέρες πατώντας σε πτώματα άλλων που κράτησαν πιο χαμηλό προφίλ. Ενας τέτοιος ήρωας, με πολλά εισαγωγικά, είναι ο ήρωας του βιβλίου μου».
– Μέσα από το βιβλίο σας παρουσιάζετε τον σύγχρονο Έλληνα πολιτικό εξαιρετικά απεχθή… Ετσι είναι;
«Δεν έχω υποχρέωση να κρατάω ίσες ισορροπίες, γιατί δεν πολιτεύομαι ούτε θα το κάνω ποτέ. Αυτή τη στιγμή, καλώς ή κακώς, όπως χτίζουμε εμείς τη μοίρα μας με τη χέρια μας, τη χτίζουν και οι πολιτικοί. Ας πρόσεχαν λοιπόν. Αν οι πολιτικοί μας είναι σαν τον Αντώνη Σκιαδά του βιβλίου μου, αδίστακτοι, αδιάφοροι και δεν τους νοιάζει τίποτα, αυτός, απλώς, είναι πιο χαρισματικός, πιο νόστιμος και κάνει καλύτερη καριέρα. Αν μου ζητήσεις να σου πω στα γρήγορα έναν πολιτικό που εκτιμώ, δεν μπορώ. Ούτε εν ενεργεία ούτε καν εν ανενεργεία. Αντιθέτως, έχω περιπτώσεις πολιτικών που αμαυρώνουν το Κοινοβούλιο με τις απόψεις, με τη διγλωσσία, με την υποκρισία τους».
– Οπως; Εξαιρέσεις υπάρχουν;
«Εγώ είμαι παιδί εξαιρέσεων. Κόρη του Λουκή και της Σίλβας. Και σήμερα υπάρχουν εξαιρέσεις. Εχουμε όμως ένα Κοινοβούλιο που αναμασάει και παπαγαλίζει. Και μην μου πουν ότι ήταν πάντα έτσι. Γιατί δεν ήταν. Υπήρχαν φωνές, θαρραλέες μορφές. Αν δείτε τους 300 της Μεταπολίτευσης, ανάμεσά τους και η μητέρα μου, ήταν διαμάντια, σπουδαίοι, αριστεροί. Ο Μαγκάκης, ο Κύρκος, ο Πεσμαζόγλου. Διαβασμένοι, μορφωμένοι».
– Κάτι που δεν ισχύει σήμερα;
«Την αμορφωσιά του ΣΥΡΙΖΑ τη βλέπουμε και τη ζούμε. Αλλά και η άλλη πλευρά είναι αμόρφωτη. Θα έπρεπε σαν μια παρακαταθήκη να έχουν μια κουλτούρα, μια φινέτσα. Οι περισσότεροι δεν το έχουν».
– Παρουσιάζετε τον χώρο της δημοσιογραφίας με μελανά χρώματα, εκτός από τη νέα δημοσιογράφο που ψάχνει την αλήθεια.
«Είμαι σίγουρη ότι σήμερα υπάρχει αυτό το είδος δημοσιογράφου. Η Ελσινόρη, η ηρωίδα μου από τα μικρά site που ήταν ονειρευόταν να βρεθεί στη μεγάλη συστημική εφημερίδα και συνειδητοποίησε ότι κι εκεί απλήρωτη είναι. Πιστεύω ότι περιγράφω το επάγγελμα ως έχει. Οπως μαύρη ήταν η νύχτα του Πολυτεχνείου, έτσι είναι το επάγγελμα του δημοσιογράφου, μαζί με τον καιροσκοπισμό των αρχισυντακτών, των εκδοτών…».
– Μιλάτε επί προσωπικού;
«Οσο και να φαίνεται απίστευτο, στον Λαμπράκη, όλα τα χρόνια δεν ένοιωσα τι θα πει λογοκρισία. Δεν ξέρω ποιος κανόνισε σε ποιο σπίτι και με ποια γάτα, αλλά από τα 18 μου ως σήμερα, δεν παρενέβη ποτέ κανείς σε κανένα μου κείμενο. Γνώρισα μεγέθη που ακόμα και σήμερα όταν τα σκέφτομαι μένω άφωνη. Ηταν ένα περιβάλλον όπου δεν υπήρχε η έννοια του αφεντικού. Ο Λαμπράκης μας μιλούσε στον πληθυντικό. Κι ενώ θα μπορούσα να βγω στη σύνταξη, δεν το έκανα. Είπα θα κάτσω να το πολεμήσω ως το τέλος. Και μετά θα φύγω»
– Ωστόσο, κάποια στιγμή, με ένα κείμενό σας στα «Νέα», πιστέψατε ότι είχε έρθει το τέλος…
«Ευτυχώς ήταν μια λανθασμένη εκτίμηση ότι θα κλείσει τότε η εφημερίδα. Υποτίμησα τα κότσια που είχαμε στον ΔΟΛ. Νόμιζα ότι όπως σε άλλες δουλειές, που έκλεισαν, θα συμβεί το ίδιο και σε εμάς. Αυτό το παράξενο πείσμα, δεν μας το είχα. Και πήρα ένα μάθημα. Ηταν σαν να χαροπαλεύαμε και τελικά σηκωθήκαμε. Οχι, δεν ήταν θαύμα. Ηταν το θάρρος και το κουράγιο όλων αυτών των ανθρώπων με τους οποίους έχω διαφωνήσει άπειρες φορές πολιτικά. Πικράθηκα όμως πολύ με αυτούς που μας εγκατέλειψαν, κάποιες εμβληματικές προσωπικότητες, στεναχωρήθηκα πολύ».
– Αναφέρεστε συγκεκριμένα σε κάποιους; Στον Γιώργο Παπαχρήστο;
«Ναι, με στεναχώρησε που έφυγε. Παρ΄όλο που του έστειλα ένα SMS και του ευχήθηκα καλή επιτυχία, και μου απάντησε. Ηταν επιλογή του. Δεν με ενδιαφέρει αν έφυγε ο Κανέλλης ή πιο πριν ο Κασσιμάτης _κυρίως με αυτά που γράφει τώρα στην Καθημερινή, δεν με νοιάζει καθόλου. Ξέρετε έχω μια αρχή να μην χτυπάω συναδέλφους _πλην εξαιρέσεων. Δεν μασάω εγώ. Ισως γιατί έχω μια ηλικία, μια δυνατότητα, καλούς δικηγόρους.
»Ανήκω στην παλιά σχολή εγώ και εκτιμώ τους δημοσιογράφους που γράφουν. Γι΄αυτό και στεναχωρήθηκα με τον Γιώργο Παπαχρήστο. Κι ας διαφωνώ πλήρως μαζί του στα πολιτικά. Εχει καλό χειρόγραφο. Από την άλλη, θέλω να προσθέσω ότι δεν ξέρω τι ζόρια τραβάνε οι άνθρωποι ούτε τι ανάγκες έχουν. Δεν μπορώ τις πολύ αυτοκρατορικές αντιλήψεις. Οταν έχεις να πληρώσεις κάποια πράγματα, όταν έχεις υποχρεώσεις».
– Ψάχνετε δικαιολογίες για εκείνους που έφυγαν από τον ΔΟΛ;
«Ξέρω συναδέλφους από τα Νέα που δεν είχαν να βγάλουν τη μέρα, άλλους που δεν λένε τα προβλήματά τους και κάποιους άλλους που βοηθάνε χωρίς να το λένε, που έχουν στηρίξει συναδέλφους τους από το υστέρημά τους. Κι είμαι υπερήφανη για τα Νέα και το Βήμα. Ολη μου τη ζωή, με μια μικρή εξαίρεση όταν πήγα στο Εθνος του Φιλιππόπουλου, δεν με πρόσβαλε κανένας».
– Αλήθεια, κυρία Ακρίτα, πώς εμπιστευθήκατε και στηρίξατε τον ΣΥΡΙΖΑ;
«Εγώ όταν ξεκίνησα, μικρή, ήμουν στο ΕΚΚΕ, αριστερή, βορείων προαστίων. Μετά μπήκα στον Ρήγα, χωρίς να γραφτώ ποτέ και βοηθούσα στον Θούριο. Ανήκω στην κλασική ενοχική γενιά. Ημασταν του εσωτερικού, πωρωμένοι, μην και δεν πάρει το κόμμα το 3%. Η μητέρα μου ήταν πάντα στο ΠΑΣΟΚ, με το οποίο δεν είχα καμία σχέση πέραν του να στηρίζω τη μητέρα μου.
»Ενθουσιάστηκα σαν μικρό παιδί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκ των υστέρων μπορεί να είναι ανοησία, αφέλεια. Είχαμε φάει και τον Καραμανλή, τον οποίο εγώ προσωπικά θεωρώ ότι φταίει για πολλά. Οπως και όλοι. Ειδικά όμως ο Κώστας Καραμανλής και ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν για μένα οι χειρότεροι ηγέτες που έχουν περάσει από την Ελλάδα. Τον Σαμαρά δεν τον βάζω σε αυτή την κατηγορία. Προσπάθησε κάτι, απέτυχε οικτρά και εξουθενώθη, που λέει και ο Καβάφης».
– Σας πήρε λίγο χρόνο…
«Οταν άρχισαν να πέφτουν τα παγωμένα ντους με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ένα μετά το άλλο, ένα πράγμα αναγνωρίζω στον εαυτό μου. Δεν προσπάθησα να δώσω πολλές δικαιολογίες. Εδωσα έναν χρόνο, ως όφειλα, και όταν αισθάνθηκα ότι διαψεύδονται τα πράγματα, βγήκα και είπα «έκανα λάθος». Δεν το έκανα για να αποκομίσω κάτι αλλά γιατί το να αναγνωρίζεις το λάθος σου έχει μια μαγκιά, μια σοφία, την οποία οφείλουμε να έχουμε».
– Επανέρχομαι, όμως: Σας είχε εμπνεύσει δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Γιάννης Βαρουφάκης;
«Τον Βαρουφάκη, μία-δύο εβδομάδες μετά, με ένα σκληρό κείμενό μου, ήταν ο πρώτος που κατάλαβα. Θεωρούσα ότι ο Τσίπρας ήταν κάτι ευρύτερο, είχα μια ελπίδα. Δεν είχε δείξει κάτι το ιδιαίτερο. Δεν μπαίνω στη λογική της απολογίας. Εγώ πολύ έντιμα τους στήριξα και σαν δημοσιογράφος, κι όταν ένοιωσα ότι εκπνέει μέσα μου, παράλληλα με το έξω μας, σταμάτησα να το στηρίζω. Μπορείς να ακολουθείς κάποιους, αλλά πιστός ακόλουθος δεν έχω υπάρξει». Κάνοντας Like στο Facebook ενημερώνεστε άμεσα για τα νέα άρθρα -->
«Θεωρούσα ότι ο Τσίπρας ήταν κάτι ευρύτερο, είχα μια ελπίδα….»
– Θεωρείτε ότι το Πολυτεχνείο, απ’ όπου ξεκινά το μυθιστόρημά σας, είναι η ρίζα της σύγχρονης πολιτικής παθογένειας;
«Τότε εγώ τελείωνα το σχολείο. Από όλη αυτή την πικρή υπόθεση του Πολυτεχνείου, ήθελα να αναδείξω ότι κάποιοι άνθρωποι με σημαία τους το Πολυτεχνείο καπηλεύτηκαν αυτή τη σημαντική και ματωμένη νύχτα. Χτίσανε ζωές και καριέρες πατώντας σε πτώματα άλλων που κράτησαν πιο χαμηλό προφίλ. Ενας τέτοιος ήρωας, με πολλά εισαγωγικά, είναι ο ήρωας του βιβλίου μου».
– Μέσα από το βιβλίο σας παρουσιάζετε τον σύγχρονο Έλληνα πολιτικό εξαιρετικά απεχθή… Ετσι είναι;
«Δεν έχω υποχρέωση να κρατάω ίσες ισορροπίες, γιατί δεν πολιτεύομαι ούτε θα το κάνω ποτέ. Αυτή τη στιγμή, καλώς ή κακώς, όπως χτίζουμε εμείς τη μοίρα μας με τη χέρια μας, τη χτίζουν και οι πολιτικοί. Ας πρόσεχαν λοιπόν. Αν οι πολιτικοί μας είναι σαν τον Αντώνη Σκιαδά του βιβλίου μου, αδίστακτοι, αδιάφοροι και δεν τους νοιάζει τίποτα, αυτός, απλώς, είναι πιο χαρισματικός, πιο νόστιμος και κάνει καλύτερη καριέρα. Αν μου ζητήσεις να σου πω στα γρήγορα έναν πολιτικό που εκτιμώ, δεν μπορώ. Ούτε εν ενεργεία ούτε καν εν ανενεργεία. Αντιθέτως, έχω περιπτώσεις πολιτικών που αμαυρώνουν το Κοινοβούλιο με τις απόψεις, με τη διγλωσσία, με την υποκρισία τους».
– Οπως; Εξαιρέσεις υπάρχουν;
«Εγώ είμαι παιδί εξαιρέσεων. Κόρη του Λουκή και της Σίλβας. Και σήμερα υπάρχουν εξαιρέσεις. Εχουμε όμως ένα Κοινοβούλιο που αναμασάει και παπαγαλίζει. Και μην μου πουν ότι ήταν πάντα έτσι. Γιατί δεν ήταν. Υπήρχαν φωνές, θαρραλέες μορφές. Αν δείτε τους 300 της Μεταπολίτευσης, ανάμεσά τους και η μητέρα μου, ήταν διαμάντια, σπουδαίοι, αριστεροί. Ο Μαγκάκης, ο Κύρκος, ο Πεσμαζόγλου. Διαβασμένοι, μορφωμένοι».
– Κάτι που δεν ισχύει σήμερα;
«Την αμορφωσιά του ΣΥΡΙΖΑ τη βλέπουμε και τη ζούμε. Αλλά και η άλλη πλευρά είναι αμόρφωτη. Θα έπρεπε σαν μια παρακαταθήκη να έχουν μια κουλτούρα, μια φινέτσα. Οι περισσότεροι δεν το έχουν».
– Παρουσιάζετε τον χώρο της δημοσιογραφίας με μελανά χρώματα, εκτός από τη νέα δημοσιογράφο που ψάχνει την αλήθεια.
«Είμαι σίγουρη ότι σήμερα υπάρχει αυτό το είδος δημοσιογράφου. Η Ελσινόρη, η ηρωίδα μου από τα μικρά site που ήταν ονειρευόταν να βρεθεί στη μεγάλη συστημική εφημερίδα και συνειδητοποίησε ότι κι εκεί απλήρωτη είναι. Πιστεύω ότι περιγράφω το επάγγελμα ως έχει. Οπως μαύρη ήταν η νύχτα του Πολυτεχνείου, έτσι είναι το επάγγελμα του δημοσιογράφου, μαζί με τον καιροσκοπισμό των αρχισυντακτών, των εκδοτών…».
– Μιλάτε επί προσωπικού;
«Οσο και να φαίνεται απίστευτο, στον Λαμπράκη, όλα τα χρόνια δεν ένοιωσα τι θα πει λογοκρισία. Δεν ξέρω ποιος κανόνισε σε ποιο σπίτι και με ποια γάτα, αλλά από τα 18 μου ως σήμερα, δεν παρενέβη ποτέ κανείς σε κανένα μου κείμενο. Γνώρισα μεγέθη που ακόμα και σήμερα όταν τα σκέφτομαι μένω άφωνη. Ηταν ένα περιβάλλον όπου δεν υπήρχε η έννοια του αφεντικού. Ο Λαμπράκης μας μιλούσε στον πληθυντικό. Κι ενώ θα μπορούσα να βγω στη σύνταξη, δεν το έκανα. Είπα θα κάτσω να το πολεμήσω ως το τέλος. Και μετά θα φύγω»
– Ωστόσο, κάποια στιγμή, με ένα κείμενό σας στα «Νέα», πιστέψατε ότι είχε έρθει το τέλος…
«Ευτυχώς ήταν μια λανθασμένη εκτίμηση ότι θα κλείσει τότε η εφημερίδα. Υποτίμησα τα κότσια που είχαμε στον ΔΟΛ. Νόμιζα ότι όπως σε άλλες δουλειές, που έκλεισαν, θα συμβεί το ίδιο και σε εμάς. Αυτό το παράξενο πείσμα, δεν μας το είχα. Και πήρα ένα μάθημα. Ηταν σαν να χαροπαλεύαμε και τελικά σηκωθήκαμε. Οχι, δεν ήταν θαύμα. Ηταν το θάρρος και το κουράγιο όλων αυτών των ανθρώπων με τους οποίους έχω διαφωνήσει άπειρες φορές πολιτικά. Πικράθηκα όμως πολύ με αυτούς που μας εγκατέλειψαν, κάποιες εμβληματικές προσωπικότητες, στεναχωρήθηκα πολύ».
– Αναφέρεστε συγκεκριμένα σε κάποιους; Στον Γιώργο Παπαχρήστο;
«Ναι, με στεναχώρησε που έφυγε. Παρ΄όλο που του έστειλα ένα SMS και του ευχήθηκα καλή επιτυχία, και μου απάντησε. Ηταν επιλογή του. Δεν με ενδιαφέρει αν έφυγε ο Κανέλλης ή πιο πριν ο Κασσιμάτης _κυρίως με αυτά που γράφει τώρα στην Καθημερινή, δεν με νοιάζει καθόλου. Ξέρετε έχω μια αρχή να μην χτυπάω συναδέλφους _πλην εξαιρέσεων. Δεν μασάω εγώ. Ισως γιατί έχω μια ηλικία, μια δυνατότητα, καλούς δικηγόρους.
»Ανήκω στην παλιά σχολή εγώ και εκτιμώ τους δημοσιογράφους που γράφουν. Γι΄αυτό και στεναχωρήθηκα με τον Γιώργο Παπαχρήστο. Κι ας διαφωνώ πλήρως μαζί του στα πολιτικά. Εχει καλό χειρόγραφο. Από την άλλη, θέλω να προσθέσω ότι δεν ξέρω τι ζόρια τραβάνε οι άνθρωποι ούτε τι ανάγκες έχουν. Δεν μπορώ τις πολύ αυτοκρατορικές αντιλήψεις. Οταν έχεις να πληρώσεις κάποια πράγματα, όταν έχεις υποχρεώσεις».
– Ψάχνετε δικαιολογίες για εκείνους που έφυγαν από τον ΔΟΛ;
«Ξέρω συναδέλφους από τα Νέα που δεν είχαν να βγάλουν τη μέρα, άλλους που δεν λένε τα προβλήματά τους και κάποιους άλλους που βοηθάνε χωρίς να το λένε, που έχουν στηρίξει συναδέλφους τους από το υστέρημά τους. Κι είμαι υπερήφανη για τα Νέα και το Βήμα. Ολη μου τη ζωή, με μια μικρή εξαίρεση όταν πήγα στο Εθνος του Φιλιππόπουλου, δεν με πρόσβαλε κανένας».
– Αλήθεια, κυρία Ακρίτα, πώς εμπιστευθήκατε και στηρίξατε τον ΣΥΡΙΖΑ;
«Εγώ όταν ξεκίνησα, μικρή, ήμουν στο ΕΚΚΕ, αριστερή, βορείων προαστίων. Μετά μπήκα στον Ρήγα, χωρίς να γραφτώ ποτέ και βοηθούσα στον Θούριο. Ανήκω στην κλασική ενοχική γενιά. Ημασταν του εσωτερικού, πωρωμένοι, μην και δεν πάρει το κόμμα το 3%. Η μητέρα μου ήταν πάντα στο ΠΑΣΟΚ, με το οποίο δεν είχα καμία σχέση πέραν του να στηρίζω τη μητέρα μου.
»Ενθουσιάστηκα σαν μικρό παιδί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκ των υστέρων μπορεί να είναι ανοησία, αφέλεια. Είχαμε φάει και τον Καραμανλή, τον οποίο εγώ προσωπικά θεωρώ ότι φταίει για πολλά. Οπως και όλοι. Ειδικά όμως ο Κώστας Καραμανλής και ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν για μένα οι χειρότεροι ηγέτες που έχουν περάσει από την Ελλάδα. Τον Σαμαρά δεν τον βάζω σε αυτή την κατηγορία. Προσπάθησε κάτι, απέτυχε οικτρά και εξουθενώθη, που λέει και ο Καβάφης».
– Σας πήρε λίγο χρόνο…
«Οταν άρχισαν να πέφτουν τα παγωμένα ντους με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ένα μετά το άλλο, ένα πράγμα αναγνωρίζω στον εαυτό μου. Δεν προσπάθησα να δώσω πολλές δικαιολογίες. Εδωσα έναν χρόνο, ως όφειλα, και όταν αισθάνθηκα ότι διαψεύδονται τα πράγματα, βγήκα και είπα «έκανα λάθος». Δεν το έκανα για να αποκομίσω κάτι αλλά γιατί το να αναγνωρίζεις το λάθος σου έχει μια μαγκιά, μια σοφία, την οποία οφείλουμε να έχουμε».
– Επανέρχομαι, όμως: Σας είχε εμπνεύσει δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Γιάννης Βαρουφάκης;
«Τον Βαρουφάκη, μία-δύο εβδομάδες μετά, με ένα σκληρό κείμενό μου, ήταν ο πρώτος που κατάλαβα. Θεωρούσα ότι ο Τσίπρας ήταν κάτι ευρύτερο, είχα μια ελπίδα. Δεν είχε δείξει κάτι το ιδιαίτερο. Δεν μπαίνω στη λογική της απολογίας. Εγώ πολύ έντιμα τους στήριξα και σαν δημοσιογράφος, κι όταν ένοιωσα ότι εκπνέει μέσα μου, παράλληλα με το έξω μας, σταμάτησα να το στηρίζω. Μπορείς να ακολουθείς κάποιους, αλλά πιστός ακόλουθος δεν έχω υπάρξει». Κάνοντας Like στο Facebook ενημερώνεστε άμεσα για τα νέα άρθρα -->
Tags:
απόψεις